- κρατευτής
- κρατευτής, ὁ (Α)1. το κρατευτήριον*2. στον πληθ. οἱ κρατευταίκομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω, το οποίο όμως δεν μαρτυρείται σαφώς].
Dictionary of Greek. 2013.